28 Φεβ 2010

Επανεστίαση ή διαφοροποίηση

Σε καιρό κρίσης οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επιλέξουν πως θα προχωρήσουν ώστε να πετύχουν είτε μια στρατηγική ανάπτυξης ή μία στρατηγική σταθερότητας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα στελέχη της εταιρείας χρειάζεται να προσανατολίσουν τον σχεδιασμό τους προς τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν.

Αν μία επιχείρηση επιλέξει να προχωρήσει σε διαφοροποίηση, χρειάζεται να καταφύγει σε αναζήτηση παραγωγής νέων προϊόντων ή παροχής νέων υπηρεσιών. Για να μπορέσει να βελτιωθεί η απόδοση της επιχείρησης, ο σχεδιασμός θα πρέπει να είναι προσεκτικός και εμπεριστατωμένος, καθώς η διαφοροποίηση εξ ορισμού οδηγεί σε υπερβολικό κόστος. Η δημιουργία από την αρχή προϊόντων και υπηρεσιών δεν μπορεί παρά να χρειαστεί πιθανότατα νέα τεχνογνωσία, εξοπλισμό και πρώτες ύλες.

Από την άλλη η επιλογή της επανεστίασης ή διάσπασης δραστηριοτήτων, επέρχεται συνήθως από ένα υπερβολικά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η εστίαση σε μία μόνο δραστηριότητα προσδίδει στην επιχείρηση μια εταιρική ταυτότητα, αλλά σε τομείς όπου υπάρχει απουσία μονοπωλιακών δυνάμεων, η επανεστίαση και διάσπαση δραστηριοτήτων μπορεί να προσφέρει ένα πολλαπλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε δραστηριότητες με κοινό παρονομαστή. Στόχος είναι να δημιουργηθούν ομάδες δραστηριοτήτων, όπου η κάθε μία θα περικλείει ομοιότητες ως προς τις ικανότητες που χρειάζονται για να μπορέσει η επιχείρηση να γίνει ακόμα πιο ανταγωνιστική στην αγορά.

Κοινό χαρακτηριστικό για την επιτυχία και των δύο δεν είναι άλλο από την ικανότητα των στελεχών της επιχείρησης. Καμία από τις δύο πρακτικές δεν μπορεί να εγγυηθεί θετικά αποτελέσματα. Η δημιουργία μιας εταιρικής ταυτότητας και η επίτευξη μίας σταθερής ή ανοδικής πορείας στην αγορά χρειάζονται ένα συνδυασμό στρατηγικών και πολιτικών. Γι’ αυτό και πάλι είναι σημαντικό ο στρατηγικός σχεδιασμός να γίνεται συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα της αγοράς, αλλά λαμβάνοντας πάνω από όλα υπόψη τις δυνατότητες της ίδιας της επιχείρησης.
Φιλελευθερος, 28/02/2010

Συγκριθείτε με τους άλλους

Η συγκριτική προτυποποίηση, ή πιο γνωστό ως benchmarking, αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς τεχνικές στρατηγικής. Με λίγα λόγια, είναι η συστηματική σύγκριση μίας ή περισσοτέρων επιχειρησιακών στρατηγικών ή διαδικασιών με εκείνες των ανταγωνιστικών εταιρειών.

Το Benchmarking είναι χρήσιμο για όλες τις λειτουργίες μιας επιχείρησης, και δίνει τη δυνατότητα στα στελέχη της εταιρείας να αναγνωρίσουν εκείνα τα βήματα που πρέπει να υιοθετηθούν ώστε να μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στη κούρσα του ανταγωνισμού.

Πρώτο σημαντικό, όμως, βήμα είναι να αναγνωριστεί από την εταιρεία ότι έχει αδυναμίες ή επιχειρηματικούς κινδύνους. Η τεχνική αυτή πρωτοεμφανίστηκε εν μέρει από τη Harley Davidson, μετά την εξάπλωση της γιαπωνέζικής βιομηχανίας, τη δεκαετία του ’60, και φυσικά αποτέλεσε μία από τις τεχνικές που για δεκαετίες πλέον χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα από μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Η αποκωδικοποίηση των καλύτερων πρακτικών που υπάρχουν στην αγορά, από τους καλύτερους στο είδους τους, η αναγνώριση των αναγκών και των αδυναμιών, και η προσπάθεια επιβίωσης στο ανταγωνιστικό περιβάλλον οδηγούν τις επιχειρήσεις σε μία αναζήτηση δυνάμεων, για βελτίωση της ποιότητας και χρήσης των καλύτερων πρακτικών και λειτουργιών.

Το benchmarking δεν είναι αντιγραφή πρακτικών και λειτουργιών, αλλά η προσπάθεια αναγνώρισης και κατανόησης των πετυχημένων μεθόδων των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Θα ήταν σφάλμα η επιχείρηση να προχωρήσει σε αντιγραφή άλλων στρατηγικών. Αυτό είναι και ένα από τα μειονεκτήματα της τεχνικής. Δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει κατανοητό ένα εφαρμόσιμο benchmarking, γι’ αυτό και συχνά θεωρείται αντιγραφή ή ‘κατασκοπεία’ άλλων επιχειρήσεων.

Πέρα όμως των πιο πάνω, η τεχνική αυτή προσανατολίζει την επιχείρηση προς την αγορά, και το ενδιαφέρον της προς τους ανταγωνιστές. Το πλέον όμως σημαντικό, είναι το γεγονός ότι η επιχείρηση προσπαθεί να πετύχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε τομείς κλειδιά, μαθαίνοντας και από τις εμπειρίες και τις πρακτικές των άλλων.
Φιλελεύθερος, 21/02/2010

17 Φεβ 2010

Πως ετοιμάζεται ένα επαγγελματικό σημείωμα

Στην εποχή που βρισκόμαστε, ο χρόνος είναι χρήμα, οι υπάλληλοι είναι πολυάσχολοι και αναζητούνται εύκολες και αποτελεσματικές λύσεις για ενημέρωση των υπαλλήλων.

Αν ο προϊστάμενος, σου αναθέσει μια νέα δουλειά, και χρειάζεται να διεξαχθεί έρευνα, να γίνει επικοινωνία με άλλα άτομα, ίσως ακόμα να υπάρξει συνεργασία με πελάτες, με επενδυτές, ή με άλλους συναδέλφους, το πιο ασφαλές είναι στο τέλος να ετοιμαστεί ένα σημείωμα (memo) με όλα τα ευρήματα.

Ένα σημείωμα, το οποίο είναι συνήθως ένα γραπτό ενημερωτικό έγγραφο για εσωτερική χρήση σε μία εταιρεία, πρέπει να είναι συνοπτικό αλλά και με όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται. Αρχικά, αναγράφονται προς ποιον και από ποιον είναι το σημείωμα. Ακολουθεί η ημερομηνία και ίσως ένας τίτλος για ποιο θέμα έχει ετοιμαστεί το σημείωμα.

Στο κύριο μέρος του σημειώματος αναλύεται για ποιο λόγο γράφτηκε το σημείωμα. Μπορεί να είναι για εσωτερική ενημέρωση των υπαλλήλων για μία εκδήλωση. Άρα στο τέλος το σημείωμα θα καταλήγει με την ημερομηνία της εκδήλωσης. Μπορεί να είναι για ενημέρωση των υπαλλήλων για κάποιες αποφάσεις της διοίκησης. Μπορεί, επίσης, να είναι η έρευνα του υπαλλήλου για ένα φάκελο που εξετάζεται, σημείωμα το οποίο θα δοθεί ακολούθως στον προϊστάμενο για να ληφθεί μια απόφαση. Σημείωμα μπορεί ακόμα να ετοιμαστεί με μία πρόταση που θα εισηγηθεί ένας υπάλληλος, όπου θα αναλύεται η πρόταση, θα δίνονται όλα τα στοιχεία που χρειάζονται, ώστε με το σημείωμα και μόνο να είναι κατανοητή και να δίνει μια σφαιρική ιδέα του τι προτείνει ο υπάλληλος.

Το σημείωμα δεν είναι μία επίσημη επιστολή, αλλά έχει την ίδια λογική με την ετοιμασία ενός υπομνήματος. Ένα memo έχει ως σκοπό την καταγραφή στοιχείων ώστε να ενημερώνει ή να υπενθυμίζει τον αναγνώστη του σχετικά με κάποιο συγκεκριμένο θέμα.
(Φιλελεύθερος, 14/02/2010)

Η ιεραρχία των αναγκών του Maslow

Η θεωρία του Maslow, ενώ παραπέμπει στη ψυχολογία ενός ατόμου, πολλοί είναι αυτοί που θεώρησαν τη θεωρία χρήσιμη και στην πράξη. Σε περιπτώσεις που στελέχη επιχειρήσεων αναζητούν τι θα ικανοποιούσε τους πελάτες τους, ή σε περιπτώσεις που η υπηρεσία ανθρωπίνου δυναμικού μιας εταιρείας, αναζητεί να δώσει κίνητρα στους εργαζόμενους, η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών, για πολλούς, έχει κριθεί κατάλληλη.

Η θεωρία αυτή πρωτοεμφανίστηκε πριν κάποιες δεκαετίες, και σκοπό είχε να αναδείξει την ανθρώπινη παροχή κινήτρων. Στα χαμηλά επίπεδα της πυραμίδας του Maslow, περιλαμβάνονται οι φυσικές ανάγκες, όπως το νερό, η αναπνοή, οι σεξουαλικές σχέσεις, η τροφή κτλ. Ακολουθεί η κατηγορία των αναγκών σχετικά με την ασφάλεια του ατόμου, δηλαδή, ασφάλεια της ατομικής του ακεραιότητας, της εργασίας του, των πόρων του, της οικογένειας του, και της υγείας του. Τα επόμενα δύο επίπεδα αφορούν την αγάπη, τη φιλία και τη σεξουαλικότητα, καθώς και την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση. Σκοπό έχουν να εκπληρώσουν την ανάγκη της ομαδικότητας, της ένταξης σε ένα σύνολο και παράλληλα, του σεβασμού και της αλληλοεκτίμησης.

Η κορυφή της πυραμίδας, περιλαμβάνει εκείνα τα χαρακτηριστικά που ολοκληρώνουν το χαρακτήρα ενός ατόμου, εννοώντας την ηθική, τη δημιουργικότητα, τον αυθορμητισμό, την απουσία προκαταλήψεων, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η αίσθηση του χιούμορ κοκ.

Στα πλαίσια του μάρκετινγκ και των εργασιακών επιστημών, η ιεράρχηση των αναγκών υπήρξε σημαντική. Αν μια επιχείρηση πετύχει την εκπλήρωση των πιο πάνω αναγκών με ένα προϊόν, ο καταναλωτής/πελάτης θα προτιμήσει το προϊόν της συγκριτικά με εκείνο που δεν ικανοποιεί τα θέλω και τις αναμενόμενες προσδοκίες του. Η θεωρία αυτή, παρότι υπήρξε βασική για την κατανόηση των αναγκών, δεν βρήκε απήχηση από όλους, με κύρια την ομάδα εκείνων που θεωρούν ότι οι φυσικές ανάγκες δεν μπορούν να συγκρίνονται και να κατηγοριοποιούνται όπως οι υπόλοιπες.
(Φιλελεύθερος, 7/02/2010)

1 Φεβ 2010

Ποιος είναι ο μέντορας σου;

Όταν δημιουργείται μια ομάδα εργασίας, ή όταν υπάρχουν νεοπροσληφθέντες σε μια εταιρεία, ή ακόμα και για όλους τους υφιστάμενους υπαλλήλους, η ύπαρξη κάποιου που εκτελεί χρέη μέντορα θα μπορούσε να κριθεί ως αναπόφευκτη. Τι είναι ο μέντορας όμως;

Ο μέντορας είναι ένα άτομο με ειδίκευση, γνώσεις και επαγγελματισμό, το οποίο είναι σε θέση να μεταδώσει όσα έμαθε και γνωρίζει, και μπορεί να αναλάβει και καθήκοντα καθοδηγητή. Είναι γενικά ένα άτομο εμπιστοσύνης, το οποίο αποτελεί ένα μοντέλο προς μίμηση, και μπορεί να εξηγήσει στον εργαζόμενο ότι κάποτε βρισκόταν στη θέση του και πως μέχρι σήμερα έχει αντιμετωπίσει και ανταπεξέλθει στις επικρατούσες συνθήκες.

Ο σκοπός της συμβουλευτικής και του προσανατολισμού των εργαζομένων από ένα μέντορα, δεν είναι κανένας άλλος από τη καθοδήγηση προς τους στόχους και τη μελλοντική τους σταδιοδρομία. Ακολουθώντας την πρακτική του mentoring, όπως λέγεται στα αγγλικά, ουσιαστικά μπορείς να επιτύχεις την ενδυνάμωση της ομαδικής εργασίας, την βελτίωση των ηγετικών και των επικοινωνιακών ικανοτήτων αλλά και την προσωπική ανάπτυξη του ίδιου του εργαζόμενου.

Η σχέση μέντορα και εργαζόμενου δεν πρέπει να εισέλθει σε πλαίσιο γονικής επικοινωνίας. Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η σχέση αυτή είναι αρχική επαγγελματική και ακολούθως προσωπική, για να μπορέσει να αναδειχθεί και η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο. Δεν πρέπει όμως να υπάρξουν συναισθήματα άσκησης εξουσίας, ή φόβου ή υπακοής σε ανώτερο.

Ο μέντορας σε καθοδηγεί, όχι κατ’ ανάγκη δίνοντας τις λύσεις και τις απαντήσεις, δίνοντας κάποιες συμβουλές όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, και προσανατολίζοντας σε μέσω ενός παιχνιδιού προβληματισμού, για το τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια. Ο μέντορας σου αναδεικνύει το δρόμο εκείνο που χρειάζεται να ακολουθήσεις. Χωρίς όμως την προσωπική συνδρομή του εργαζόμενου και την προσπάθεια του, ο μέντορας δεν μπορεί απλά να κάνει θαύματα.
(Φιλελεύθερος, 31/01/2010)

Πως προετοιμάζεσαι για μία συνέντευξη

Όταν ο υποψήφιος προσκαλείται για συνέντευξη, σημαίνει ότι έχει επιτυχώς παρακαθίσει εξετάσεις ή έχει όλα τα απαραίτητα προσόντα για μια θέση εργασίας.

Ποιες είναι όμως κάποιες ερωτήσεις που ανεξαρτήτως τομέα απασχόλησης, ο υποψήφιος θα χρειαστεί να απαντήσει; Ερωτήσεις του τύπου, «γιατί ενδιαφέρεσαι για τη συγκεκριμένη θέση;», «που βλέπεις τον εαυτό σου σε πέντε με δέκα χρόνια», «ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σου;», είναι ερωτήσεις οι οποίες χρειάζονται έξυπνες απαντήσεις. Σκοπός του υποψηφίου είναι να μπορέσει να ανταποκριθεί με διπλωματική ειλικρίνεια, χωρίς να αναδείξει αδυναμίες του εαυτού του, αλλά προσπαθώντας να ‘πουλήσει’ όσο καλύτερα το πακέτο ικανοτήτων του.

Ο διάλογος μεταξύ εξεταστή και υποψηφίου δε συναντάται συχνά στη χώρα μας, καθώς η μέθοδος των ερωτοαπαντήσεων είναι πιο διαδεδομένη. Σε μία ερώτηση σχετικά με τις αδυναμίες του υποψηφίου, οι κλισέ απαντήσεις δεν ξεχωρίζουν τον υποψήφιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξεταστές έχουν ήδη κάνει αρκετές συνεντεύξεις, και αναμένουν να δουν ένα υποψήφιο που θα τους εξιτάρει. Αναφέροντας μία μόνο αδυναμία είναι αρκετή, καθώς οι εξεταστές θα εκτιμήσουν περισσότερο εκείνον που θα απαντήσει ειλικρινά, παρά εκείνους που θα δώσουν μία κοινή απάντηση, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι αληθής.

Από την άλλη, στην ερώτηση ποια είναι τα πλεονεκτήματα σου για τη διεκδίκηση της θέσης αυτής, ο υποψήφιος δεν πρέπει να μείνει μόνο στην αναφορά κάποιων ικανοτήτων, αλλά να παραθέσει και τις ‘αποδείξεις’ του. Μπορεί, για παράδειγμα, να αναφέρει ότι οι καλές επικοινωνιακές ικανότητες στην προηγούμενη θέση εργασίας του, τον βοήθησαν να καταλήξει σε συμφωνία με κάποιους απαιτητικούς πελάτες.

Η αναφορά σε υπέρ και κατά της συμπεριφοράς μας, πρέπει να τεθούν υπόψη του εξεταστή με τέτοιο τρόπο που να αποτελέσουν, τελικά, πλεονέκτημα μας κατά τη διεκδίκηση της θέσης.
(Φιλελεύθερος, 24/01/2010)