Στην αγορά εργασίας, οι μεταβλητές για καθορισμό των μισθών καθώς και των εργασιακών δομών που υπάρχουν, είναι δύσκολο να απλοποιηθούν για να γίνουν πιο κατανοητά φαινόμενα όπως η ανισομισθία μεταξύ αντρών και γυναικών. Σ’ ένα, όμως υποθετικό σενάριο, όπου μία γυναίκα και ένας άντρας έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά ανθρωπίνου δυναμικού – εκπαίδευση, διπλώματα, αρχαιότητα – ο εργοδότης ποιον θα επιλέξει;
Στις έρευνες που έχουν προηγηθεί η ανισομισθία αναλύθηκε περισσότερο από μία οπτική κυρίως οικονομική. Μια ανάλυση που διαχωρίζεται σ’ένα κομμάτι εξηγήσιμο, βασισμένο σε οικονομικούς παράγοντες, και σ’ένα κομμάτι μη εξηγήσιμο, μικρότερο από το πρώτο, βασισμένο στην άμεση και έμμεση διάκριση.
Η ‘επιλογή’ των γυναικών να συγκεντρώνονται σε θέσεις ημι-απασχόλησης, η μειωμένη επαγγελματική επένδυση των γυναικών, ο διαχωρισμός γυναικείων και αντρικών επαγγελμάτων, καθώς και η παρουσία των γυναικών σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας ή των αντρών στη κορυφή της ιεραρχίας, αποτελούν τις βασικές γραμμές της οικονομικής επεξήγησης των μισθολογικών διαφορών. Η ανισομισθία έχει αναλυθεί ποικιλοτρόπως από την οικονομική της σκοπιά, δίνοντας έτσι μάλλον μια ‘μονόπλευρη’ εξήγηση του φαινομένου.
Η κατανόηση του μισθολογικού χάσματος θα ήταν πιο ολοκληρωμένη αν συμπεριλάμβανε και μια λογική περισσότερο κοινωνιολογική. Οι δομές της κοινωνίας μας, όπου αναπτύσσεται και η αγορά εργασίας, δεν είναι απλό να εξηγηθούν μόνο από θεωρίες και αριθμούς. Σε μια κοινωνία σχετικά παραδοσιακή, όπως αυτή της Κύπρου, είναι σημαντικό, να αναγνωρίσουμε πως οι επιλογές των ατόμων, η εκτίμηση που λαμβάνουν και οι σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων, επηρεάζουν και τη θέση του καθενός στην αγορά εργασίας. ‘Πατριαρχικές’ λογικές, υποτίμηση της γυναίκας και των ικανοτήτων της, ανωτερότητα του άντρα, είναι χαρακτηριστικά που ακόμα υφίστανται. Η ενδυνάμωση της γυναικείας εργασίας στηρίχθηκε κυρίως στην επέκταση της ημι-απασχόλησης, σε μια περίοδο όπου ο άντρας ήταν ακόμα ο ‘πάτερ φαμίλιας’, το σχολείο ήταν καθαρά υπόθεση των αγοριών και το νοικοκυριό μια καθαρά γυναικεία υποχρέωση. Ο ρόλος της γυναίκας ήταν η αναπαραγωγή και του άντρα, η οικονομική στήριξη της οικογένειας.
Η κοινωνία μας προοδευτικά άρχισε να μετεξελίσσεται, χωρίς όμως να αφήνει πίσω κάποιες αντιλήψεις του παρελθόντος. Σήμερα, αν ο εργοδότης επιλέξει τον άντρα αντί της γυναίκας είναι, τελικά, λόγω διαφοράς παραγωγικότητας ή μία έμμεση διάκριση εις βάρος της γυναίκας; Η απλοποίηση ενός τέτοιου φαινομένου δεν χρησιμεύει. Η γυναίκα υπολογίζεται ότι θα εμφανίσει μειωμένη παραγωγικότητα λόγω πιθανής μητρότητας και διακοπών σταδιοδρομίας. Από την άλλη, αν η γυναίκα είναι ‘αιχμάλωτη’ μόνο στο ρόλο της μητέρας, υποδεέστερη από τον άντρα, πως μπορούμε να μιλάμε για ισότητα ευκαιριών;
Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία καθορίζεται πολύ συχνά από στερεότυπες απόψεις των αντρών αλλά και των ίδιων των γυναικών. Η γυναίκα χαρακτηρίζεται ως λιγότερο ανταγωνιστική, λιγότερο ικανή να αντεπεξέλθει στο εργασιακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μικρότερη αναλογία σε υψηλόβαθμες θέσεις απ’ότι οι άντρες. Αντιθέτως, οι άντρες είναι πιο επιθετικοί, άξιοι και ανταγωνιστικοί για τις θέσεις εργασίας κυρίως στους επιστημονικούς και τεχνικούς τομείς. Αυτές είναι απόψεις που χτίστηκαν στο παρελθόν αλλά εξακολουθούν να διαιωνίζονται μέχρι και σήμερα.
Η ανάπτυξη της γυναικείας εργασίας μας φέρνει μπροστά σ’ένα φαινόμενο καθυστέρησης της γέννησης του πρώτου παιδιού ή μείωσης γενικά των παιδιών σε κάθε οικογένεια. Παρουσιάζεται επίσης το φαινόμενο όπου οι γυναίκες που ανεβαίνουν τα σκαλιά της ιεραρχίας, εμφανίζονται πιο ‘ανδροπρεπείς’, ούτως ώστε να μπορέσουν να διατηρηθούν στη θέση τους, να λαμβάνονται υπόψη και να μπορούν να αντεπεξέλθουν σ’ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο και απαιτητικό. Η κοινωνία μας αποτελούμενη από αλληλένδετους κρίκους, εξελίσσεται μεν σταδιακά, αλλά είναι σημαντικό να υπολογίσουμε ποιες θα είναι οι ‘παράπλευρες απώλειες’. Η συμφιλίωση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής στο παρόν στάδιο αποτελεί το βασικότερο βήμα για μείωση της ανισομισθίας καθώς και για αλλαγή πλεύσης της γυναικείας εργασίας.