Τα τελευταία χρόνια, η ισότητα ανδρών και γυναικών αποτελεί μια από τις βασικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως στα πλαίσια αντιμετώπισης φαινόμενων όπως η εμπορεία γυναικών, η οικογενειακή βία, η μειωμένη συμμετοχή γυναικών στην εργασία και στον πολιτικό βίο. Η κοινωνία και πιο συγκεκριμένα η αγορά εργασίας, στοιχειοθετούν ένα σκηνικό ανάπτυξης κοινωνικών, εργασιακών και οικονομικών δεσμών, όπου εμπίπτουν και οι ίσες ευκαιρίες στην απασχόληση.
Τα στατιστικά δεδομένα της Ε.Ε. εξακολουθούν να καταδεικνύουν τον αργό ρυθμό των αλλαγών, με το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών να παραμένει χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών να είναι αισθητά υψηλότερο από των ανδρών, η μακροχρόνια ανεργία να έχει ως κύριους ’πελάτες’ της τις ευπαθείς ομάδες και ο κοινωνικός αποκλεισμός να παρουσιάζεται εντονότερος.
Τα τελευταία χρόνια, με αφετηρία τη Συνθήκη της Ρώμης και το άρθρο 141 για την αρχή της ισότητας της αμοιβής, ολοένα και περισσότεροι ερευνητές ασχολήθηκαν και ανέλυσαν την ύπαρξη της μισθολογικής (αν)ισομισθίας η οποία επικράτησε ως η διαφορά του μέσου όρου των μικτών ωριαίων απολαβών των ανδρών και των γυναικών, εκφρασμένο βάσει του μισθού του άνδρα.
Οι αριθμοί όμως είναι ακόμα πιο ’εντυπωσιακοί’. Στην Ε.Ε, κατά μέσο όρο, η γυναίκα αμείβεται κατά 15% λιγότερο από τον ομοβάθμιο συνάδελφο της. Δραματικότερη εμφανίζεται η κατάσταση στη Κύπρο, κατέχοντας τη πρωτιά με το υψηλότερο μισθολογικό χάσμα, όπου ο άντρας αμείβεται 25% περισσότερο από την γυναίκα. Εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι ο στόχος «ίση εργασία, ίσος μισθός» ή «ίσος μισθός για εργασία ιδίας αξίας», παραμένει ακόμα ένας μακρινός ορίζοντας.
Τα πράγματα, όμως, περιπλέκονται καθώς αναλύονται οι δεσμοί της οικονομίας, της κοινωνίας και της απασχόλησης για να επεξηγηθούν οι μισθολογικές ανισότητες. Οι ερευνητές σημειώνουν ως βασικές αιτίες του χάσματος την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τα προσωπικά χαρακτηριστικά, δίνοντας έτσι φως στο ’εξηγήσιμο’ μέρος του χάσματος. Στην αντίπερα όχθη, έρχεται να προστεθεί και το ’μη εξηγήσιμο’ μέρος, που εμπεριέχει τις άμεσες και έμμεσες υφιστάμενες διακρίσεις.
Σύμφωνα με την πλούσια, πλέον, βιβλιογραφία που υπάρχει, σημαντικό ρόλο έχει ο κάθετος και οριζόντιος διαχωρισμός που επικρατεί. Από τη μία πλευρά δημιουργήθηκε μια ’γυάλινη οροφή’ που βρίσκει τους άνδρες κατά πλειοψηφία σε ιεραρχικά υψηλόβαθμες θέσεις και από την άλλη υπάρχει ένας διαχωρισμός ’αντρικών’ (μηχανικός, καθηγητής, ακαδημαϊκός κτλ.) και ’γυναικείων’ (καθαρίστρια, νοσοκόμα, πωλήτρια, κτλ.) επαγγελμάτων.
Οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από τη γενική αύξηση των θέσεων εργασίας και την μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Καθοριστικό, είναι το γεγονός ότι, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι γυναίκες εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας κατέχοντας, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων μερικής απασχόλησης. Το φαινόμενο αυτό, συναντάται σε μικρότερη κλίμακα στη Κύπρο, αλλά σε άλλες χώρες αποτελεί συνήθως τον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα του μισθολογικού χάσματος, καθώς η επιλογή της μερικής απασχόλησης παραμένει ’προνόμιο’ των γυναικών.
Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, το χάσμα μισθών επηρεάζεται καθοριστικά από τα προσωπικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, δίνοντας ιδιαίτερη μνεία στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην αρχαιότητα. Οι γυναίκες παρουσιάζουν συχνά περιορισμένη αρχαιότητα εξαιτίας των διακοπών καριέρας, κυρίως, λόγω μητρότητας ή και των επιλογών τους για μερική απασχόληση. Στις περιπτώσεις αυτές, ο εργοδότης ’προβλέπει’ τη μειωμένη παραγωγικότητα που θα παρουσιάσει η γυναίκα συγκριτικά με τον άνδρα. Εμμέσως, η λογική αυτή είναι δυσμενής για τη γυναίκα, της οποίας ο ρόλος, πέρα από εκείνον της εργαζόμενης, είναι ασφαλώς και εκείνος της μητέρας.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, όπου οι απαιτήσεις της κοινωνίας ολοένα και αυξάνονται, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, πρέπει να προσαρμόζονται με τις ανάγκες αυτής. Δυστυχώς, οι βασικές δομές της κοινωνίας δεν έχουν αλλάξει τόσο και ακόμα επικρατούν ’πατριαρχικές’ τάσεις, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό όπου ο άντρας έχει ακόμα προτεραιότητα στην εργασία. Όπως αναφέρει ο M. Lurol, η ευθύνη του νοικοκυριού είναι υποδεέστερη, ενώ η διαχείριση του προϋπολογισμού είναι εξουσία. Παραδοσιακά, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν δευτερεύουσα. Η είσοδος της στην αγορά εργασίας, της προσέδωσε μια δυναμικότητα χωρίς να έχει, όμως, αντιμετωπιστεί η υποτίμηση της. Η νοοτροπία αυτή υφίσταται τόσο από μέρους των ανδρών όσο και των ίδιων των γυναικών που θεωρούν πως ο πρωταρχικός τους ρόλος είναι εκείνος της αναπαραγωγής.
Καταβλήθηκαν αρκετές προσπάθειες για προσδιορισμό θετικών δράσεων για τη μείωση της μισθολογικής διαφοράς. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, σημαντικό εμπόδιο για την ανέλιξη των γυναικών είναι οι πολλαπλοί ρόλοι που κατέχουν, δηλαδή εκείνοι τη εργαζόμενης, της μητέρας και της συζύγου. Η συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής (όπως είναι οι υπηρεσίες φύλαξης των παιδιών), ο εκσυγχρονισμός των εργασιακών σχέσεων (ευέλικτες μορφές απασχόλησης) και η σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας, πρέπει να θεωρηθούν ο βασικότερος άξονας προσανατολισμού. Η ευελιξία, κυρίως του ωραρίου, είναι απαραίτητο να συνυπολογισθεί και να περιληφθεί σε κώδικες και δράσεις τόσο της Ε.Ε. όσο και της Κύπρου, η οποία υστερεί ακόμα περισσότερο στην εφαρμογή ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Η ισότητα των δυο φύλων και ειδικότερα το μισθολογικό χάσμα, απασχόλησε ιδιαίτερα σε επίπεδο ερευνών, θεσμών και νομοθεσιών. Σημαντικό δεν είναι μόνο να βρεθούν κώδικες πρακτικής και θετικές δράσεις που να καταδεικνύουν τρόπους μείωσης της ανισομισθίας. Σημαντικό είναι ο καταμερισμός εργασίας, η κοινωνική θέση και ο ρόλος του καθενός να μην έχει φύλο. Σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό πως η αλλαγή μπορεί να προέλθει από μια ’κοινωνική επανάσταση/μεταρρύθμιση’ που θα αλλάξει τις υπάρχουσες προκαταλήψεις, επεμβαίνοντας στους πλείστους κρίκους της κοινωνικής αλυσίδας. Σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτό πως οι στερεότυπες απόψεις δεν χτίζουν μια κοινωνία ίσων ευκαιριών όπου ο άνδρας και οι γυναίκα είναι διαφορετικοί αλλά ίσοι.
Τα στατιστικά δεδομένα της Ε.Ε. εξακολουθούν να καταδεικνύουν τον αργό ρυθμό των αλλαγών, με το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών να παραμένει χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών να είναι αισθητά υψηλότερο από των ανδρών, η μακροχρόνια ανεργία να έχει ως κύριους ’πελάτες’ της τις ευπαθείς ομάδες και ο κοινωνικός αποκλεισμός να παρουσιάζεται εντονότερος.
Τα τελευταία χρόνια, με αφετηρία τη Συνθήκη της Ρώμης και το άρθρο 141 για την αρχή της ισότητας της αμοιβής, ολοένα και περισσότεροι ερευνητές ασχολήθηκαν και ανέλυσαν την ύπαρξη της μισθολογικής (αν)ισομισθίας η οποία επικράτησε ως η διαφορά του μέσου όρου των μικτών ωριαίων απολαβών των ανδρών και των γυναικών, εκφρασμένο βάσει του μισθού του άνδρα.
Οι αριθμοί όμως είναι ακόμα πιο ’εντυπωσιακοί’. Στην Ε.Ε, κατά μέσο όρο, η γυναίκα αμείβεται κατά 15% λιγότερο από τον ομοβάθμιο συνάδελφο της. Δραματικότερη εμφανίζεται η κατάσταση στη Κύπρο, κατέχοντας τη πρωτιά με το υψηλότερο μισθολογικό χάσμα, όπου ο άντρας αμείβεται 25% περισσότερο από την γυναίκα. Εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι ο στόχος «ίση εργασία, ίσος μισθός» ή «ίσος μισθός για εργασία ιδίας αξίας», παραμένει ακόμα ένας μακρινός ορίζοντας.
Τα πράγματα, όμως, περιπλέκονται καθώς αναλύονται οι δεσμοί της οικονομίας, της κοινωνίας και της απασχόλησης για να επεξηγηθούν οι μισθολογικές ανισότητες. Οι ερευνητές σημειώνουν ως βασικές αιτίες του χάσματος την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τα προσωπικά χαρακτηριστικά, δίνοντας έτσι φως στο ’εξηγήσιμο’ μέρος του χάσματος. Στην αντίπερα όχθη, έρχεται να προστεθεί και το ’μη εξηγήσιμο’ μέρος, που εμπεριέχει τις άμεσες και έμμεσες υφιστάμενες διακρίσεις.
Σύμφωνα με την πλούσια, πλέον, βιβλιογραφία που υπάρχει, σημαντικό ρόλο έχει ο κάθετος και οριζόντιος διαχωρισμός που επικρατεί. Από τη μία πλευρά δημιουργήθηκε μια ’γυάλινη οροφή’ που βρίσκει τους άνδρες κατά πλειοψηφία σε ιεραρχικά υψηλόβαθμες θέσεις και από την άλλη υπάρχει ένας διαχωρισμός ’αντρικών’ (μηχανικός, καθηγητής, ακαδημαϊκός κτλ.) και ’γυναικείων’ (καθαρίστρια, νοσοκόμα, πωλήτρια, κτλ.) επαγγελμάτων.
Οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από τη γενική αύξηση των θέσεων εργασίας και την μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Καθοριστικό, είναι το γεγονός ότι, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι γυναίκες εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας κατέχοντας, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων μερικής απασχόλησης. Το φαινόμενο αυτό, συναντάται σε μικρότερη κλίμακα στη Κύπρο, αλλά σε άλλες χώρες αποτελεί συνήθως τον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα του μισθολογικού χάσματος, καθώς η επιλογή της μερικής απασχόλησης παραμένει ’προνόμιο’ των γυναικών.
Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, το χάσμα μισθών επηρεάζεται καθοριστικά από τα προσωπικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, δίνοντας ιδιαίτερη μνεία στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην αρχαιότητα. Οι γυναίκες παρουσιάζουν συχνά περιορισμένη αρχαιότητα εξαιτίας των διακοπών καριέρας, κυρίως, λόγω μητρότητας ή και των επιλογών τους για μερική απασχόληση. Στις περιπτώσεις αυτές, ο εργοδότης ’προβλέπει’ τη μειωμένη παραγωγικότητα που θα παρουσιάσει η γυναίκα συγκριτικά με τον άνδρα. Εμμέσως, η λογική αυτή είναι δυσμενής για τη γυναίκα, της οποίας ο ρόλος, πέρα από εκείνον της εργαζόμενης, είναι ασφαλώς και εκείνος της μητέρας.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, όπου οι απαιτήσεις της κοινωνίας ολοένα και αυξάνονται, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, πρέπει να προσαρμόζονται με τις ανάγκες αυτής. Δυστυχώς, οι βασικές δομές της κοινωνίας δεν έχουν αλλάξει τόσο και ακόμα επικρατούν ’πατριαρχικές’ τάσεις, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό όπου ο άντρας έχει ακόμα προτεραιότητα στην εργασία. Όπως αναφέρει ο M. Lurol, η ευθύνη του νοικοκυριού είναι υποδεέστερη, ενώ η διαχείριση του προϋπολογισμού είναι εξουσία. Παραδοσιακά, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν δευτερεύουσα. Η είσοδος της στην αγορά εργασίας, της προσέδωσε μια δυναμικότητα χωρίς να έχει, όμως, αντιμετωπιστεί η υποτίμηση της. Η νοοτροπία αυτή υφίσταται τόσο από μέρους των ανδρών όσο και των ίδιων των γυναικών που θεωρούν πως ο πρωταρχικός τους ρόλος είναι εκείνος της αναπαραγωγής.
Καταβλήθηκαν αρκετές προσπάθειες για προσδιορισμό θετικών δράσεων για τη μείωση της μισθολογικής διαφοράς. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, σημαντικό εμπόδιο για την ανέλιξη των γυναικών είναι οι πολλαπλοί ρόλοι που κατέχουν, δηλαδή εκείνοι τη εργαζόμενης, της μητέρας και της συζύγου. Η συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής (όπως είναι οι υπηρεσίες φύλαξης των παιδιών), ο εκσυγχρονισμός των εργασιακών σχέσεων (ευέλικτες μορφές απασχόλησης) και η σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας, πρέπει να θεωρηθούν ο βασικότερος άξονας προσανατολισμού. Η ευελιξία, κυρίως του ωραρίου, είναι απαραίτητο να συνυπολογισθεί και να περιληφθεί σε κώδικες και δράσεις τόσο της Ε.Ε. όσο και της Κύπρου, η οποία υστερεί ακόμα περισσότερο στην εφαρμογή ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Η ισότητα των δυο φύλων και ειδικότερα το μισθολογικό χάσμα, απασχόλησε ιδιαίτερα σε επίπεδο ερευνών, θεσμών και νομοθεσιών. Σημαντικό δεν είναι μόνο να βρεθούν κώδικες πρακτικής και θετικές δράσεις που να καταδεικνύουν τρόπους μείωσης της ανισομισθίας. Σημαντικό είναι ο καταμερισμός εργασίας, η κοινωνική θέση και ο ρόλος του καθενός να μην έχει φύλο. Σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό πως η αλλαγή μπορεί να προέλθει από μια ’κοινωνική επανάσταση/μεταρρύθμιση’ που θα αλλάξει τις υπάρχουσες προκαταλήψεις, επεμβαίνοντας στους πλείστους κρίκους της κοινωνικής αλυσίδας. Σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτό πως οι στερεότυπες απόψεις δεν χτίζουν μια κοινωνία ίσων ευκαιριών όπου ο άνδρας και οι γυναίκα είναι διαφορετικοί αλλά ίσοι.
(Περιοδικό ΡΕΥΜΑ, Φεβρουάριος 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου