25 Ιαν 2009

Διαχείριση χρόνου και η θεωρεία Pareto

Ο κανόνας Pareto 80:20 προήλθε από το συμπέρασμα του Ιταλού οικονομολόγου ότι το 80% της ευημερίας προερχόταν από το 20% του πληθυσμού. Με κάποιες μετατροπές στις μεταβλητές της ευημερίας και του πληθυσμού, ο κανόνας 80:20 χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ερευνητές για να εξηγήσουν την σημαντικότητα της ορθής διαχείρισης του χρόνου εργασίας.

Θεωρείται πρωταρχικής σημασίας, η ικανότητα ενός εργαζόμενου να είναι σε θέση να διαχειρίζεται ορθολογικά τον χρόνο εργασίας του, ώστε να αποδίδει το μέγιστο δυνατό στα πλαίσια του ωραρίου του. Η διαχείριση χρόνου περιλαμβάνει τον προγραμματισμό, τον καθορισμό στόχων, την επιλογή τεχνικών για επίτευξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, την ανάλυση του χρόνου που αφιερώνεται, την οργάνωση, κτλ.

Ο κάθε ένας μπορεί να λειτουργεί στη βάση μιας ‘ημερήσιας διάταξης’, που θα περιλαμβάνει κάθε φορά όσα πρέπει να διεκπεραιώσει σε μια εργάσιμη μέρα, ιεραρχώντας τις δραστηριότητες και, κατά προτίμηση, μη αναβάλλοντας από μέρα σε μέρα εκείνες που θεωρούνται ‘μπελαλίδικες’. Σημαντικό είναι να υπάρχει πάντα στο μυαλό μας ότι «συγκεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα και όχι στο να είμαστε απασχολημένοι». Έτσι και ο κανόνας Pareto, στη περίπτωση της διαχείρισης χρόνου μπορεί να διατυπωθεί ότι το 80% των αποτελεσμάτων προέρχονται από το 20% των σοβαρών προσπαθειών.

Σημαντικός παράγοντας για την διαχείριση του χρόνου αποτελεί η σωστή προτεραιότητα που θα δοθεί στις δραστηριότητες του εργαζόμενου, ώστε να αποφευχθεί το χάος και το αυξημένο άγχος. Επιπλέον, ο κάθε εργαζόμενος αντιλαμβανόμενος τις ικανότητες του, χρειάζεται να έχει ένα προσωπικό προγραμματισμό, ξεκινώντας σίγουρα από την αποφυγή της υπέρ-δέσμευσης του σε δραστηριότητες. Η διαχείριση χρόνου αποτελεί πλέον ένα βασικό κριτήριο αποδοτικότητας του εργαζόμενου. Αυτός είναι και ο λόγος που εταιρείες και εμπειρογνώμονες προσπάθησαν να δώσουν τις βασικές συμβουλές για να εμπεδωθεί η ρήση «ο χρόνος είναι χρήμα».
(Φιλελεύθερος, 25/01/09)

18 Ιαν 2009

Νέες δεξιότητες για νέες δουλειές

Η μειωμένη συμμετοχή, κυρίως των νέων, στον πρωτογενή και στο δευτερογενή τομέα, εμφανίζεται ολοένα και πιο αυξητική όσο περνάνε τα χρόνια. Στο φαινόμενο αυτό έρχεται να δώσει φως η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «Νέες δεξιότητες για νέες δουλειές», στα πλαίσια των πολιτικών για την απασχόληση, ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή που η οικονομική κρίση επηρεάζει τον τομέα της απασχόλησης, καταγράφοντας απολύσεις λόγω πλεονάζοντος προσωπικού.

Σύμφωνα με την έκθεση που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2008, οι δουλείες του μέλλοντος θα επικεντρωθούν στον τομέα των υπηρεσιών, όπως είναι οι ασφαλίσεις, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες, η ιατρική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Σε ορίζοντα μιας δεκαετίας, οι περισσότερες θέσεις εργασίας θα απαιτούν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνδυασμένο με μια σειρά ιδιαίτερων δεξιοτήτων.

Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου του έντονου δημογραφικού προβλήματος που παρουσιάζει η ευρωπαϊκή ήπειρος και της τρέχουσας οικονομικής κρίσης που επιβραδύνει ή μηδενίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Συνυπολογίζοντας την αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην απασχόληση, η αγορά εργασίας αρχίζει να μεταβάλλεται και να δημιουργεί, σύμφωνα και με την έκθεση, ένα νέο σκηνικό μέχρι το 2020.

Η έκθεση αυτή επανατοποθετεί την ανάγκη για αποδοτική εκπαίδευση και κατάρτιση, σε συνδυασμό με τον εκμοντερνισμό της αγοράς εργασίας σε ευέλικτες μορφές και μεθόδους απασχόλησης. Προς αποφυγή της αυξανόμενης ανεργίας, οι δεξιότητες θέλουν ανανέωση, ώστε να συμβαδίζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Έτσι, βασικό μέλημα, σύμφωνα με τις προοπτικές που υπολογίζονται για την απασχόληση του μέλλοντος, είναι η καλύτερη αντιστοιχία των αναγκών της αγοράς και των επαγγελματικών δεξιοτήτων, ώστε να μην παρατηρείται έντονη διαφορά μεταξύ του τι προσφέρεται και του τι ζητείται στην αγορά εργασίας.
(Φιλελεύθερος, 18/01/2008)

11 Ιαν 2009

Κατάρτιση/εκπαίδευση σημαίνει επένδυση

Γιατί η κατάρτιση είναι μια από τις βασικές ενέργειες που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από κάθε οργανισμό και επιχείρηση; Η εποχή μας απαιτεί και, ίσως, επιβάλλει τη διαρκή κατάρτιση και εκπαίδευση των εργαζομένων. Οι συνθήκες είναι τέτοιες, και στην Κύπρο εντονότερες, όπου οι νέοι παρουσιάζονται να είναι στην πλειοψηφία τους απόφοιτοι σχολών και πανεπιστημίων, ξεπερνώντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αυξάνοντας τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας.

Οι απαιτήσεις για εκπαίδευση και κατάρτιση δεν τελειώνουν με την είσοδο στην αγορά εργασίας. Οι γνώσεις δεν χαρακτηρίζονται στατικές, αντιθέτως επιβάλλεται η ανανέωση και ο εμπλουτισμός τους, συμπλέοντας με τις ανάγκες της αγοράς και παραμένοντας σε διαρκή επαφή με το γνωστικό αντικείμενο ενός εκάστου.

Καθοριστική είναι η αντίληψη του εργοδότη, καθώς χρειάζεται να αναλάβει τον ρόλο του επενδυτή, παρέχοντας τις χρηματοδοτικές δυνατότητες ώστε ο εργαζόμενος να είναι ενημερωμένος και πλήρως καταρτισμένος στο αντικείμενο της εργασίας του και των απαιτήσεων που θα προκύψουν. Τηρουμένων των αναλογιών μεταξύ μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, όσο υψηλό κόστος και να προϋποθέτει μια τέτοια επένδυση, άλλο τόσο επωφελής αποδεικνύεται να είναι με την πάροδο του χρόνου.

Ο εργοδότης αναγνωρίζοντας τις ελλείψεις του εργαζόμενου, μπορεί να προσφέρει την κατάρτιση που θα προσδώσει στον εργαζόμενο ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πέρα του εργοδότη και ο ίδιος ο εργαζόμενος οφείλει να αναγνωρίζει τις αυξημένες ανάγκες που παρουσιάζει η αγορά εργασίας και να επιδιώκει την προσωπική του εξέλιξη. Η ποικιλία προγραμμάτων κατάρτισης και χρηματοδοτήσεων τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε διεθνές επίπεδο καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία συνεχούς εκπαίδευσης, αλλά και εξειδίκευσης σε επαγγελματικά προσόντα. Η ανανέωση γνώσεων και η δια βίου μάθηση συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της τεχνογνωσίας και της οικονομικής θέσης του ίδιου του εργαζομένου.
(Φιλελεύθερος, 11/01/09)

4 Ιαν 2009

Δείξε το ηγετικό σου πρόσωπο

Η αγορά εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια αρένα ανταγωνισμού. Σ’ έναν οργανισμό ή μια επιχείρηση, που αποτελούν τον μικρόκοσμο τόσο της κοινωνίας όσο και της αγοράς εργασίας, επικρατούν οι εργασιακές σχέσεις που μεταξύ άλλων χαρακτηρίζονται από την συνεργασία, την απόδοση, την ηθική, τις ικανότητες και το πάθος του κάθε εργαζόμενου.

Σε αυτό το σκηνικό, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν τόσο ένα διευθυντικό στέλεχος, όσο και εκείνος που παρουσιάζει ηγετική φυσιογνωμία. Το διευθυντικό στέλεχος θα χειριστεί μια υπάρχουσα κατάσταση ενώ η ηγετική φυσιογνωμία, της οποίας η ύπαρξη δεν είναι δεδομένη σε μια επιχείρηση, θα δημιουργήσει μια δυναμική γύρω από την υπάρχουσα κατάσταση και θα τη μεταμορφώσει σε δυναμική προοπτική.

Οι Robbins και Judge αναφέρουν πως ηγεσία είναι η ικανότητα να προσανατολιστεί και να κινητοποιηθεί μια ομάδα ατόμων για την επίτευξη καθορισμένων στόχων με διάρκεια χρόνου. Επιπρόσθετα, o W. Bennis υποστήριξε πως η ηγεσία παρέχει σε ένα οργανισμό την δυνατότητα να μετατρέψει το όραμα σε πραγματικότητα. Σειρά συμβούλων και συγγραφέων προσπάθησαν να σχεδιάσουν το προφίλ ενός ηγέτη. Επικρατέστερα χαρακτηριστικά αυτού αποτελούν η φιλοδοξία και η ενεργητικότητα, η επιθυμία να ηγείται, η ειλικρίνεια και η αυτοπεποίθηση, η επαγγελματική κατάρτιση και η ικανότητα ανάληψης ευθυνών και λήψης αποφάσεων.

Ιδανική ηγετική μορφή θεωρείται εκείνος που μπορεί να συνδυάσει όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά και παράλληλα, να είναι ικανός να πετύχει την ορθή διαχείριση τόσο της παραγωγής όσο και του ανθρωπίνου δυναμικού. Ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας του ατόμου αυτού ποικίλει στην βιβλιογραφία, αναφέροντας κυριότερα τους ηγέτες ελεγκτές, συντονιστές, παραγωγούς, μέντορες ή καινοτόμους. Μπορεί κάποιος με τα χρόνια να ζυμωθεί και να γίνει ηγέτης, αλλά οι ηγετικές φυσιογνωμίες εξακολουθούν να είναι δυσεύρετες και σπάνιες.
(Φιλελεύθερος, 4/01/09)